λιπαρότητα

λιπαρότητα
[-ης (-εως)] η
1) жирность; маслянистость; 2) тучность, плодородие (земли)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "λιπαρότητα" в других словарях:

  • λιπαρότητα — η (Α λιπαρότης, ητος) [λιπαρός] η ιδιότητα τού λιπαρού, πάχος, παχύτητα («ὑπάρχει ἐν γάλακτι λιπαρότης», Αριστοτ.) αρχ. 1. λάμψη, λαμπρότητα 2. στον πληθ. αἱ λιπαρότητες παχιές ουσίες …   Dictionary of Greek

  • λιπαρότητα — λιπαρότης fattiness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SAPOR, an a SAPUS — quod ab ὀπός? dixerunt autem Veteres ὁπὸν: seu sapum aut sapam, humorem illum arborum, qui vere ac autumnô abundat: an potius ab ὀπόρ? Sane Sapor, h. e. ἡ γεῦσις, ex succo et humore. Unde Saporem pro succo aliquando posuêre. Tibullus, l. 4. El. 4 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλιπάρωτος — η, ο [λιπαρώνω] ο χωρίς λιπαρότητα, χωρίς πάχος, ο άλιπος …   Dictionary of Greek

  • λαβίδα — Κάθε εργαλείο με δύο σκέλη για τη σύλληψη, συγκράτηση ή βίαιη έλξη αντικειμένων. φαινόμενο της λ. (Φυσ.). Το φαινόμενο της συστολής του πλάσματος και της απομάκρυνσής του από τα τοιχώματα του σωλήνα στον οποίο περιέχεται, διαδικασία που τελείται… …   Dictionary of Greek

  • λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… …   Dictionary of Greek

  • οστεέλαιο — και οστέλαιο, το λάδι με μεγάλη λιπαρότητα που λαμβάνεται από τα οστά με εκχύλιση και το οποίο χρησιμοποιείται ως λιπαντικό λεπτών μηχανημάτων λόγω τής ανθεκτικότητάς του στο ψύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ἔλαιον. Η λ., στον λόγιο τ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»